-
1 λύπη
λύπη, ἡ, Leid, Betrübniß, Kränkung, sowohl act. als pass.; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προςικνεῖται Aesch. Ag. 765; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῠ καταστροφή Suppl. 437; ὑπ' ἀγρίας ᾄξασα λύπης Soph. O. R. 1074; Ggstz von χάρις, El. 812; λύπην τινὶ βάλλειν, Schmerz, Unglück bereiten, Phil. 67, vgl. El 644; πικρά, Eur. Or. 1105; παῠσαι λύπης Andr. 1271, öfterl ἡ παρεοῠσα λύπη, der traurige Zustand, Her. 7, 152; Ggstz von ἡδονή, Plat. Phil. 31 c, öfter; λύπην μεγίστην παρέχειν, Gorg. 477 c, τὰς ἐσχάτας λυπεῖσϑαι λύπας, 494 a Ggstz von χαρά, Xen. Hell. 7, 1, 22.
-
2 κατα-στροφή
κατα-στροφή, ἡ, 1) das Umwenden, Zerstören, καταστροφαὶ νέων ϑεσμίων Aesch. Eum. 468. – 2) Unterwerfung, Unterjochung, τῶν πολίων Her. 1, 6; ποιεῖσϑαί τινος, = καταστρέφεσϑαι, 6, 27. – 31 die Wendung, der Ausgang, das Ende; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Aesch. Suppl. 437; δότε βίου πέρασιν καὶ καταστροφήν τινα Soph. O. C. 103; der Tod, Thuc. 2, 42, wie τοῦ βίου Pol. 5, 54, 4 u. öfter ohne dies. Zusatz; allgemein, καταστροφὴ καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων 3, 1, 9; καὶ ἔξοδον λαμβάνειν 3, 47, 8; τὴν καταστροφὴν τῆς βάβλου ποιεῖσϑαι εἰς τοῦτο, wie καταστρέφειν, 1, 13, 5; αἱ καταστροφαὶ τῶν δραμάτων, der Wendepunkt der Handlung in der Tragödie, von dem die Auflösung des geschürzten Knotens beginnt, 3, 48, 4; Luc. Alex. 60 u. a. Sp.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский